- πταισματοδικείο
- το, Ν1. (πολ. δίκ.) πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκδικάσεως πταισμάτων2. (κατ' επέκτ.) το οίκημα όπου στεγάζεται το παραπάνω δικαστήριο και οι σχετικές υπηρεσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πταισματοδίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στους Ἑλληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.