πταισματοδικείο

πταισματοδικείο
το, Ν
1. (πολ. δίκ.) πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκδικάσεως πταισμάτων
2. (κατ' επέκτ.) το οίκημα όπου στεγάζεται το παραπάνω δικαστήριο και οι σχετικές υπηρεσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πταισματοδίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στους Ἑλληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πταισματοδικείο — το μονομελές δικαστήριο που δικάζει τα πταίσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… …   Dictionary of Greek

  • αγροδικείο — το το αγροτικό πταισματοδικείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρός + δίκη] …   Dictionary of Greek

  • πταίσμα — Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”